Ζητείται Ελπίς - Αντώνης Σαμαράκης (διήγημα)

 
Οταν μπήκε στο καφενείο, κείνο τό απόγεμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που εβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σε αλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.
Ηρθε ο καφές. Αναψε τσιγάρο, ηπιε δυό γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.
Καινούριες μάχες ειχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», ελεγε το τηλεγράφημα.
Ενα ακόμα Ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.
«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ηταν ο τίτλος μιας αλλης είδησης.
Υστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μιά απαγωγή, ενα βιασμό, τρείς αυτοκτονίες. Οι δυό, για οικονομικούς λόγους. Δυό νέοι, 30 και 32 χρονών. Ο πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.
Αλλού ειδε κριτική για ενα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθές παρά τώ κυρίω και τή κυρία Μ. Τ. Χάρμα ευμορφίας και κομψότητος η κυρία Β. Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ πολύ σικ. Ελεγκάντικη εμφάνισις η δεσποινίς Ο. Ν.»
Αναψε κι αλλο τσιγάρο. Εριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β΄ όροφον, ευάερον, ευήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στο νού του.
Απο τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αιμα χυνότανε, στην Κορέα χτές, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο...
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· ειχε ιδρώσει, κι ομως δεν έκανε ζέστη.
Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»... Το πανόραμα της ζωής !
Δεν ειχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας υστερα απο τον πόλεμο. Ολα ειναι, τα ιδια σαν και πρίν. Κι ομως ειχε ελπίσει κι αυτός, οπως ειχαν ελπίσει εκατομμύρια ανθρωποι σ' ολη τη γή, πως ύστερα απο τον πόλεμο, ύστερα απο τόσο αιμα που χύθηκε, κάτι θ' αλλαζε. Πως θα 'ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γή μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πώς...
Σουρούπωνε. Μερικά φώτα ειχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν ειχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε ετσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση...
Δεν εφταιγε η εφημερίδα που εκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε ολα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται απο μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που εχει μπεί στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, ειδε το πρόσωπό του. Ενα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που ειχε μέσα του.
Ειχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και ειχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναί, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πώς ήτανε χωρίς ελπίδα.
Μια σειρά απο διαψεύσεις ελπίδων ηταν η ζωή του. Ειχε ελπίσει τότε...
Ειχε ελπίσει ύστερα...
Κάποτε, πριν απο χρόνια, ειχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν ειχε ελπίδα σε καμμιά ιδεολογία !
Ζήτησε ενα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση απο τις λογής-λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω απο τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
Κοίταζε τα τρόλλεϋ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος... Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Ολα αυτά που ειχε δεί και πρωτύτερα: η σκιά τού καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»...
Τσιγάρα ! ενας πλανόδιος μπήκε.
Πήρε ενα πακέτο.
Στις εξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός, ήτανε τώρα ενας άνθρωπος που δεν εχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν απο χρόνια, ητανε παιδί ακόμα, ειχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ηρθε ο γιατρός· βγαίνοντας απο το δωμάτιο τής άρρωστης, ειπε με επίσημο ύφος:
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς !
Ετσι κι αυτός, τώρα, ειχε φτάσει στο σημείο να λέει:
- Δεν υπάρχει πλέον ελπίς !
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Ειχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι αλλοι απο το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν εχει ελπίδα! » Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να ειχε ενα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους...
Σκέφτηκε τα διηγήματα που ειχε γράψει, δίνοντας ετσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Αγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία... Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε ! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Οχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα ! Αυτός ηταν ενας ανθρωπος, τίποτε αλλο. Ουτε αριστερός, ουτε δεξιός. Ενας άνθρωπος που ειχε ελπίσει αλλοτε, και τώρα δεν εχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πεί αυτό. Βέβαια, αλλοι θαχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να΄χουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζήπ εν καλή καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός...
Εβγαλε την ατζέντα του, εκοψε ενα φύλλο κι εγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς...
Υστερα πρόσθεσε το ονομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ηθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπεί οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο....