Άρης Αλεξάνδρου: “Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας”

Ο Άρης Αλεξάνδρου είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς, με πολύ σημαντικό μεταφραστικό έργο -ο οποίος έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το μυθιστόρημά του Το Κιβώτιο- αλλά και ποιητής. Τα γραπτά του αντιπροσωπεύουν το ιδεώδες πρότυπο της πνευματικής ανεξαρτησίας. Δεν υποτάχτηκε στις υποδείξεις και προτροπές κάποιας ιδεολογίας και ουδέποτε εντάχθηκε σε κάποιο «κοπάδι» πιστών οπαδών.
Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα (Βασίλη Βασιλειάδη) και μητέρα Ρωσίδα εσθονικής καταγωγής (την Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον), το 1922.
Πήγε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, όμως εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση στα ελληνικά Ρώσων συγγραφέων στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη, με το ψευδώνυμο Άρης Αλεξάνδρου (1943).
Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα.
Οι αγγλικές δυνάμεις τον συνέλαβαν το 1944 και τον έστειλαν στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα. Παρέμεινε έγκλειστος εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 1945. Από τότε και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Άγιο Ευστράτιο και αλλού. Το 1948, μολονότι δεν είχε ουδεμία ανάμειξη στον εμφύλιο πόλεμο, καταδικάστηκε σε αναγκαστικό «παραθερισμό» στα διάφορα στρατόπεδα εκτόπισης (Ιούλης 1948-Δεκέμβρης 1951). Το 1952 συλλαμβάνεται ξανά και καταδικάζεται σε 10 χρόνια φυλάκιση (ειρκτή) ως ανυπότακτος για την περίοδο που ήταν εξόριστος!! Αποφυλακίστηκε μετά από αναθεώρηση της δίκης, αφού συμπλήρωσε 7 χρόνια «θητείας» στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου.
Μετά την αποφυλάκισή του παντρεύτηκε με την Καίτη Δρόσου. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι, όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Γύριζε κατάκοπος στο σπίτι του και έκλεβε ώρες από τον ύπνο του για να γράψει. Εργαζόταν πότε σαν το «παιδί» για όλες τις δουλειές σε πολυκατάστημα, πότε οδοκαθαριστής ή νυχτοφύλακας, πότε μεταφορέας βιβλίων, αλλά και αναγνώστης-σχολιαστής ρωσικών εγγράφων, παλεύοντας για το μεροκάματο καθώς οι καθημερινές υποχρεώσεις έτρεχαν πιεστικά, ενώ παράλληλα δεν απολάμβανε και της καλύτερης συμπαράστασης και κατανόησης από το περιβάλλον του. Και όμως έβρισκε το χρόνο που χρειαζόταν για να γράψει. Πίστευε ακλόνητα στο έργο του.
Μνημειώδης είναι η φράση του “Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας…” (στη συλλογή κειμένων του Έξω Απ’ τα Δόντια, εκδ. Ύψιλον 1982).
Πέθανε στο Παρίσι το 1978 από καρδιακή προσβολή.
Το συγγραφικό του έργο δεν ήταν ποσοτικά μεγάλο. Οι συνθήκες ζωής του (εξορίες και φυλακίσεις) και η ανάλωσή του σε «δουλειές του ποδαριού» δεν του επέτρεψαν να ασχοληθεί αποκλειστικά με την πνευματική παραγωγή.
Το «Κιβώτιο» είναι το μοναδικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μυθιστόρημά του, αρκετό όμως για να τον κατατάξει στους εξέχοντες της νεότερης λογοτεχνίας. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το 1972, μετά από 7 χρόνια κοπιώδους εργασίας και πολλών θυσιών.
Το «Κιβώτιο» θεωρείται κλασικό δείγμα αντι-μυθιστορήματος, καθώς ανατρέπει (χωρίς να ξενίζει) τους κανόνες και κώδικες της πεζογραφίας. Έχει περίπου τη δομή ενός προσωπικού ημερολογίου.
Ο μύθος του «Κιβωτίου» είναι συνοπτικά ο εξής: Μια 40μελής ομάδα «εθελοντών» και επίλεκτων κομμουνιστών αναλαμβάνει την ύψιστη αποστολή να μεταφέρει ένα κιβώτιο από την πόλη Ν στην πόλη Κ. Κανείς δεν έχει ιδέα για το περιεχόμενο του κιβωτίου ούτε για τον τελικό στόχο των κινήσεών τους: το αρχηγείο αρκείται να τους υποδεικνύει κάθε μέρα το δρομολόγιο της επομένης. Ωστόσο, έχει γνωστοποιηθεί σε όλους ότι η «επιχείρηση–κιβώτιο» είναι τόσο σημαντική ώστε ενδεχομένως να κρίνεται από αυτήν η έκβαση του πολέμου. Εξ ου και οι αυστηρές προδιαγραφές της πορείας: καμιά καθυστέρηση δεν θα γίνεται ανεκτή και κάθε τραυματίας ή απλώς βραδυπορών θα «κυανίζεται» (δηλαδή θα εκτελείται). Αυτή η επιχείρηση-εκατόμβη θα διαρκέσει δύο μήνες (μέσα Ιουλίου-μέσα Σεπτεμβρίου 1949). Ο μοναδικός επιζών -και αφηγητής- ολοκληρώνει την πορεία, παραδίδει το κιβώτιο στους αρμοδίους, εκείνοι το ανοίγουν και διαπιστώνεται ότι είναι άδειο! Ο αφηγητής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Επιχειρεί με συνεχείς καταθέσεις του προς τις ανακριτικές Αρχές να εξηγήσει -και να ερμηνεύσει- το νόημα της παράδοξης αποστολής τους. Αυτός είναι πολύ συνοπτικά ο μύθος, η ιστορία του αντιμυθιστορήματος που τιτλοφορείται «Το Κιβώτιο».
Πρόκειται, όπως γράφτηκε πριν, για αντι-μυθιστόρημα, γιατί ακυρώνει εμφατικά όλους τους κώδικες του μυθιστορηματικού είδους, κρατώντας χαλαρά τον κώδικα του επιστολικού (μονοφωνικού) μυθιστορήματος ή του προσωπικού ημερολογίου με τα οποία συγγενεύει περισσότερο.
Παραθέτουμε εδώ απόσπασμα άρθρου-συνέντευξης της Καίτης Δρόσου στο Βασίλη Καλαμαρά που δημοσιεύτηκε στην εφημερία Ελευθεροτυπία στις 19 Μάη 2003:
«Έγραφε το “Κιβώτιο” με ματωμένα χέρια
Το ανέβασμα της «Αντιγόνης» στο ΚΘΒΕ και μια γαλλική επανέκδοση του «Κιβωτίου» («La Caisse» από τις εκδόσεις Le Passeur, σε μετάφραση της Κολέτ Λιστ) είναι τα δύο γεγονότα γύρω από τα οποία στράφηκε η ζωή της Καίτης Δρόσου τους τελευταίους μήνες.
Η γαλλική έκδοση τη χαροποιεί ιδιαίτερα. Δυο εξαιρετικά εισαγωγικά κείμενα από τον Ζιλ Ορτλίμπ (τον μεταφραστή του Βιζυηνού) και τη Λίζυ Τσιριμώκου («Το θρόισμα της Ιστορίας») βοηθούν τον Γάλλο αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τη λογοτεχνική αξία του κειμένου που έχει στα χέρια του, αλλά και να γνωρίσει την ιδιαιτερότητα της ζωής και της προσωπικότητας του Έλληνα συγγραφέα, «συγγραφέα του ενός βιβλίου, αλλά τι βιβλίου!», όπως γράφει και ο Ορτλίμπ.
«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Έγραφε τα βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».
Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το «garcon». Ένα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές. Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς να βγάλουν λέξη. Μιλιά».
Έφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.
Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Έλληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Έτσι όπως ζούσαμε με τον Άρη έπρεπε ο άλλος να ‘ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν, άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε ακολουθεί χαφιές. Έπειτα, όλοι οι Έλληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική. Έπρεπε να δώσουμε γη και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον εκπλήσσεις με τίποτα».
- Δεν τον πόναγε τον Άρη Αλεξάνδρου η χούντα;
«Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Άρης σε όλη του τη ζωή; Όλο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα τη “Μοντ”. Ούτε που την κοίταγε. “Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ”, μου έλεγε. Στην Ελλάδα ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Όταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976 και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε».
Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το «Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν από το θάνατό του.
«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Άρης έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το “Κιβώτιο”. Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Άρης νόμιζε ότι είχε πάει πάτο».
Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Όταν ο Άρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους τα πρώτα χειρόγραφα. Όταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στιλ, τον ίδιο τόνο.
Ένα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19 Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του «Κιβωτίου».
Μεταφράζω από τα γαλλικά.
«(…) Σχετικά τώρα με το “Κιβώτιο”, α, αγαπητέ μου Άρη, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα. Όσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από “ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες” και εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για όλα, σ’ αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της “αποτυχίας ζωής και δημιουργίας”…».
Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και, το σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει:
«Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το “Κιβώτιο”, δεν έχω».
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου «Ακόμη τούτη η άνοιξη’ εκδόθηκε το 1946. Ακολούθησε η «Άγονος Γραμμή (1952) και η «Ευθύτης Οδών» (1959). Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως, χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα. Ο ποιητικός του λόγος ανεξάρτητος, καυστικός, ενίοτε ειρωνικός. Ωστόσο, διατηρεί μια ευγένεια, αντικειμενικότητα και κάποτε εκφέρεται με ένα συγκινητικό λυρισμό.
Ξεφυλλίζοντας τη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Άρη Αλεξάνδρου με το τίτλο «Ποιήματα 1941-1974», διαπιστώνει εύκολα κανείς την αξιοπρέπεια στην ιδεολογική πορεία του συγγραφέα.
Ξεκίνησε με το στρατευμένο λόγο του υπέρ του κομμουνισμού για να καταλήξει στην άρνησή του κόμματος, απογοητευμένος από τους χειρισμούς των υπευθύνων ηγετών.
Ο Αλεξάνδρου ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων κλασικών και νεότερων Ρώσων συγγραφέων (μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Αχμάτοβα και άλλους) αλλά και έργων Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων.
Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος στο διαδίκτυο:
«Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, ο Άρης Αλεξάνδρου δεν είναι παραγνωρισμένος -ωστόσο, παραγνωρισμένο ή ξεχασμένο ίσως είναι ένα κομμάτι του έργου του, αφού θεωρείται ευρέως «συγγραφέας του ενός βιβλίου», όπου βέβαια αυτό το ένα βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Το κιβώτιο». Κι όσο κι αν το Κιβώτιο φέρνει τον Γιόζεφ Κ. στα ελληνικά βουνά, για να δανειστώ τη φράση του φίλου μου Ζιλ Ορτλίμπ, με την οποία προλογίζει τη νέα έκδοση του Κιβωτίου στα γαλλικά (La Caisse, ed. Le Passeur, 2003), η αλήθεια είναι ότι η ακτινοβολία του έχει κάπως παραγκωνίσει το ποιητικό έργο του Αλεξάνδρου, και ολότελα το μεταφραστικό του έργο. Προσωπικά, θεωρώ τον Αλεξάνδρου μέγιστο μεταφραστή, και μεταφράσεις όπως της εξάτομης αυτοβιογραφίας του Ηλία Έρενμπουργκ («Άνθρωποι, χρόνια, ζωή») τις θεωρώ μνημειώδεις και (θα το τολμήσω) μεγαλύτερο επίτευγμα από το Κιβώτιο».
Να σημειωθεί ότι μια ενότητα από τη δεύτερη συλλογή του Αλεξάνδρου, τα «Ανεπίδοτα γράμματα», έχει μελοποιηθεί (μαζί με άλλα ποιήματά του) από τον Μιχάλη Γρηγορίου σε καντάτα για φωνή και πιάνο, με την Αφροδίτη Μάνου και τον Σάκη Μπουλά.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της εγγονής του Άρη Αλεξάνδρου Κατερίνας Καμπάνη «Ο παππούς μου, Άρης Αλεξάνδρου» (εκδόσεις «Ύψιλον», 2006) παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα άρθρου της Όλγας Σελλά στην εφημερίδα Η καθημερινή 16 Απρίλη 2006:
«Άρης Αλεξάνδρου, ο παππούς
Ένα διαφορετικό πορτρέτο μέσα από τις αναμνήσεις της εγγονής του Κατερίνας Καμπάνη
Πώς μένει ένας παππούς στη μνήμη των εγγονιών του; Τι εικόνες κρατάνε οι απόγονοι από τις περιστασιακές, συνήθως, επαφές με τους προγόνους τους, όταν εκείνοι δεν υπάρχουν; Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τις σύντομες, περιστασιακές, αλλά γεμάτες συναντήσεις τους, η Κατερίνα Καμπάνη γράφει ένα βιβλίο για τον παππού της, τον συγγραφέα και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου. Για τα καλοκαίρια στο Παρίσι ή στην Ελλάδα που είχε την ευκαιρία να γνωριστούν, να παίξουν μαζί, να αφήσει ο παππούς τα ίχνη του στη μνήμη της μικρής, τότε, Κατερίνας…
Η πρώτη εικόνα της πεντάχρονης, τότε, Κατερίνας είναι «το καλοσυνάτο, το διαπεραστικό βλέμμα του και, σαν απόκοσμη μουσική, η ήρεμή του φωνή και ο συναρπαστικός γοητευτικός λόγος του». Μια αποτίμηση που κάνει η Κατερίνα Καμπάνη σήμερα, με τη βοήθεια της γιαγιάς της, Καίτης Δρόσου. Η γιαγιά είναι που βάζει σε τάξη τις σκόρπιες εικόνες της εγγονής, που λύνει απορίες, που ξαναζωντανεύει πρόσωπα, τοπία, φωτογραφίες, στιγμές. Η σύντροφος της ζωής του Άρη Αλεξάνδρου, η Καίτη Δρόσου, είναι η ζωντανή μνήμη σ’ αυτό το ταξίδι αναμνήσεων. Η εγγονή, η Κατερίνα Καμπάνη, κρατάει απλώς τη γεύση: «Ο παππούς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το σκάκι –που το ξέχασα– να τρώγω με τα ξυλάκια τα ασιατικά φαγητά –που δεν το ξέχασα– να μαγεύομαι με ιστορίες –αληθινές και φανταστικές– που μου διηγιόταν· ούτε αυτές τις ξέχασα». Απ’ αυτές τις σκόρπιες αναμνήσεις, που αποτελούν όμως ένα διαφορετικό, άγνωστο πορτρέτο του Άρη Αλεξάνδρου, η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα μερικά αποσπάσματα.
«Πρωτοείδα τον παππού στη γραφική κοινότητα της νότιας Γαλλίας La Colle-sur-Loup, στη διάρκεια διακοπών. Σ’ ένα γράμμα του προς τη μεγάλη μου θεία Αύρα, αδελφή της γιαγιάς μου, με το χιούμορ που τον διακρίνει και τη μεταφραστική του μανία, της γράφει: “Εν Κόλλα επί του Λύκου”. (…) Τότε που ήμουν μικρή και δε διάβαζα, με έθρεψαν εν είδει παιδικών παραμυθιών οι ιστοριούλες που μου διηγιόταν απ’ την παιδική του ηλικία στη Ρωσία, την πρώτη του πατρίδα. Βρήκα δύο που τις είχε γράψει ως μαθητής. Με καμάρι. Όχι πια αντιγράφοντας, αλλά βάζοντας τη σκέψη του στο χαρτί, σε γλώσσα ελληνική που κατακτήθηκε με κόπο, θέληση και πείσμα».
«Του Άρη του αρέσει να φωτογραφίζει, αλλά όχι να φωτογραφίζεται. Γι’ αυτό και σπάνια ποζάρει μπροστά στον φακό. Εξαίρεση αποτελούν φωτογραφίες τραβηγμένες από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον ζωγράφο Άλκη Πιερράκο, τη Μαντλέν, συνάδελφο της γιαγιάς Καίτης στο παρισινό εργοστάσιο όπου εδούλεψε δεκαπέντε χρόνια, κι άλλους που δεν τους θυμάμαι. Σ’ αυτές εδώ τις φωτογραφίες (οι περισσότερες των ετών 1977-1978), η στάση, το ύφος, το πάντοτε ερευνητικό του βλέμμα, είτε κοιτάζει ένα τοπίο είτε ανάβει τον αναπτήρα του, βοηθά, όποιον τις παρατηρεί προσεκτικά, να δει πως ο Άρης βρίσκεται σχεδόν συνεχώς σε παραμονές αποφάσεων. Πρόκειται για την εποχή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. (…) Δεν θυμάμαι να έγραφε ο παππούς στις διακοπές, ούτε να ’χε φέρει μαζί του χαρτιά ή σημειώσεις. Μου το επιβεβαίωσε η Καίτη στις αφηγήσεις της οποίας και βασίζομαι για εποχές και γεγονότα που λόγω της ηλικίας μου αγνοώ. Ο Άρης, από τα νιάτα του, στην Αθήνα, σταματούσε να μεταφράζει για δεκαπέντε μέρες. Έμενε σπίτι ξαπλωμένος, διαβάζοντας, ονειροπολώντας – πραγματικό φαρνιέντε! Ξαπλωμένος ο Άρης – το ’βλεπες. Αυτή η στάση ήταν κάτι σαν ευδαιμονία, πιότερη από χαρά. Στ’ αλήθεια, στις αμμουδιές όπου πηγαίναμε για μπάνιο, στις εκδρομές, στα βουναλάκια, στην εξοχή, πρώτος και καλύτερος βολευόταν. Ξαπλωμένος».
«Είχα ό,τι ήθελα. Όλοι μου κάναν τα χατίρια. Όμως, δεν είχε γούστο. Το ήξερα απ’ τα πριν. Εκτός, εκτός από τον Άρη· κι ας ήταν τα χατίρια τα πιο απίθανα, όπως, ας πούμε, να χορεύω πάνω στην κοιλιά του. Μας περίμενε. Όλους. Αλλά κυρίως εμένα, με ύφος τάχα αδιάφορο. Έτσι άρχιζε το παιχνίδι –της επίθεσης, της σαγήνης, της υποταγής. Έπρεπε να θέλει να μου κάνει το χατίρι, χωρίς παρακάλια απ’ τη μεριά μου. Πλενόμουνα προσεχτικά στον νιπτήρα, με τις ώρες, του τραγουδούσα, του χόρευα. Μια μέρα, θυμάμαι, έπαιζε μ’ ένα φακό, τον αναβόσβηνε. Μου κίνησε έτσι το ενδιαφέρον και, φυσικά, την επιθυμία να κάνω το ίδιο. Παράτησα τον φακό, γιατί δεν τα κατάφερνα, και το είπα. Είπα: “Δεν μπορώ…” Ξέρω πως κείνη τη μέρα ο παππούς με αγάπησε πολύ. Το είπε στην Καίτη. Γιατί; Γιατί είχα πει “όχι”, γιατί είπα “δεν μπορώ”, εξηγώντας την αδυναμία μου, γιατί την παραδέχτηκα.
Ξεδιπλώναμε κάθε βράδυ τις αφίσες – και ήταν πολλές. Δεν ήταν μάθημα γεωγραφίας, αλλά ζωγραφικής. Τελικά, κολλήσαμε στον τοίχο την αφίσα της Πορτογαλίας. Ήταν, βλέπεις, η εποχή της “Επανάστασης των Γαρυφάλλων”. Το παιχνίδι – μάθημα συνεχίστηκε με τη μουσική. Για πολλά απογεύματα, ακούγαμε μαζί έναν μεγάλο δίσκο. “Τον έφερα για σένα”, μου είχε πει. Έπρεπε, λοιπόν, στο τέλος πολλών ακροάσεων, να είμαι σε θέση να μαντέψω τι αντιπροσωπεύει κάθε όργανο. Ποιος μουσικός φθόγγος είναι η γάτα, το καναρίνι ή το αγόρι, ο κεντρικός ήρωας. Ήταν “Ο Πέτρος και ο λύκος” του Σεργκέι Προκόφιεφ, με αφηγητή τον Ζεράρ Φιλίπ. Κάθε επιτυχημένη απάντηση είχε την ανταμοιβή της. Τις καραμέλες δεν τις αγαπούσα. Προτιμούσα ένα φιλί. Αυτός ήταν ο παππούς μου – για μένα».

ΠΗΓΗ