Ο ξένος - Αλμπέρ Καμύ (απόσπασμα)

Η συνεδρίαση διακόπηκε. Βγαίνοντας από το δικαστικό μέγαρο γιά ν' ανέβω στο αυτοκίνητο της φυλακής, αναγνώρισα για μιά ελάχιστη στιγμή τη μυρωδιά και το χρώμα μιας καλοκαιριάτικης βραδιάς. Μέσα στο σκοτάδι της κινητής φυλακής μου, ξαναβρήκα έναν έναν, σαν από τα κατάβαθα της κούρασής μου, όλους τους γνώριμους θορύβους μιας πόλης που αγαπούσα και μιας κάποιας ώρας που παλιά μου συνέβαινε να νιώθω ευχαριστημένος. Η φωνή των εφημεριδοπωλών μέσα στη χαλαρή κιόλας ατμόσφαιρα, τα τελευταία πουλιά μέσα στο δημόσιο κήπο, οι φωνές των πλανόδιων πωλητών με τα σάντουιτς, το παραπονιάρικο τρίξιμο των τραμ στις μεγάλες στροφές της πόλης κι αυτός ο συγκεχυμένος θόρυβος του ουρανού πριν πέσει η νύχτα πάνω στο λιμάνι, όλ' αυτά ανάπλαθαν μέσα μου ένα δρομολόγιο τυφλού, ένα δρομολόγιο που το γνώριζα καλά πριν μπω στη φυλακή. Ναι, ήταν η ώρα που πριν από αρκετό καιρό μ' έκανε να νιώθω ευχαριστημένος. Αυτό που με περίμενε τότε, ήταν ένας ύπνος ελαφρός και δίχως όνειρα. Κι όμως κάτι είχε αλλάξει, αφού με την προσμονή της άλλης μέρας, αυτό που ξαναβρήκα ήταν το κελί μου. Λες κι εκείνοι οι γνώριμοι δρόμοι που ήταν χαραγμένοι στους καλοκαιριάτικους ουρανούς μπορούσαν να οδηγήσουν το ίδιο στη φυλακή όσο και σε αθώους ύπνους.