Ανασύνδεση - Βύρωνας Λεοντάρης


Ι
Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες.

Πάνω απ’ τους ξεραμένους κάμπους θειάφι και μολύβι
αγρίμια πυρετοί γυρνούν με πυρωμένα νύχια
στεγνά σαν κάνες τουφεκιών τριγύρω τα πηγάδια
και τα κλωνάρια της κραυγής χωρίς κανένα φύλλο.

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
με το θρυμματισμένο πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο
μ’ ένα τραγούδι αλουλούδιστο στα μάτια μας
με τα κεραυνωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;

Το αίμα στα αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό
άδειος εδιάβηκε ο καιρός κανένα θάμα…
Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει
αυτός ο δρόμος που περνάει
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.

ΙΙ
Μέρες που δεν σε θέλουν πια
γιατί πολύ τους δόθηκες, γιατί
αφρόντιστα ξοδεύτηκες
μέρες που δεν σε ξέρουν πια
κι αποτραβούν το χέρι τους από το δικό σου
κι όλο μακραίνουνε και προχωρούν χωρίς εσένα
―μα πού πάνε;―
Μόνος, σκοτάδι και τ’ απόμακρά τους βήματα
βλέφαρα που σφαλούν πάνω στο δέρμα σου
φύλλα που γίνονται ένα με το χώμα.

Πλατείες που δε σ’ αναγνωρίζουν πια
δρόμοι που κρύοι γλιστρούν κάτω απ’ τα πόδια σου 48
άλλους βηματισμούς τώρα ζητούν,
για νέες χειρονομίες κραυγών ριγούνε τώρα οι άνεμοι.

Όλα γινήκαν έτσι μονομιάς μια άξαφνη αναχώρηση
ξένος στον κόσμο απόμεινες
βλέμματα, λόγια, αφές,
γεφύρια που σ’ ενώναν με τους άλλους,
όλα γκρεμίσαν τώρα πάνω σου ― κι αν θα φωνάξεις, η φωνή σου
ομίχλη πήζει γύρω σου.

Μέρες που δεν σε θέλουν πια,
μέρες που σμίγατε μαζί στην ίδια πίστη, μα που τώρα
κάτι άλλο ψάχνουν ― μα τι να ’ναι αυτό;
κάτι άλλο πιο μακριά απ’ την πίστη σου γυρεύουνε κι ο φόβος
μήπως δεν πήραν τίποτε, μα τίποτε από σε μαζί τους
λειώνει τη σάρκα σου, χωρίζει το κορμί απ’ την αίσθηση
καθώς το νιώθεις πια
πως άρχισε το τρομερό κι απρόσμενο
το πέρασμα της ιστορίας επάνω σου.